σκοπεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκοπεύω < αρχαία ελληνική σκοπεύω < σκοπέω (3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική viser)

Προφορά

ΔΦΑ : /skoˈpe.vo/

Ρήμα

σκοπεύω

  1. κοιτάζω προσεκτικά και σημαδεύω με κάποιο όπλο έναν στόχο μπροστά μου
  2. (κατ’ επέκταση) (γενικότερα) στοχεύω
  3. έχω ως σκοπό, ως πρόθεση

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.