στοχάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στοχάζομαι < αρχαία ελληνική στοχάζομαι
Ρήμα
στοχάζομαι
- σκέφτομαι έντονα, βαθιά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
στοχάζομαι < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.