απερίσκεπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απερίσκεπτος η απερίσκεπτη το απερίσκεπτο
      γενική του απερίσκεπτου της απερίσκεπτης του απερίσκεπτου
    αιτιατική τον απερίσκεπτο την απερίσκεπτη το απερίσκεπτο
     κλητική απερίσκεπτε απερίσκεπτη απερίσκεπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απερίσκεπτοι οι απερίσκεπτες τα απερίσκεπτα
      γενική των απερίσκεπτων των απερίσκεπτων των απερίσκεπτων
    αιτιατική τους απερίσκεπτους τις απερίσκεπτες τα απερίσκεπτα
     κλητική απερίσκεπτοι απερίσκεπτες απερίσκεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απερίσκεπτος < αρχαία ελληνική ἀπερίσκεπτος

Επίθετο

απερίσκεπτος, -η, -ο

  1. (για πρόσωπο) που πράττει πρoτού να σκεφτεί τις επιπτώσεις των ενεργειών του
  2. (για πράξη) που γίνεται χωρίς προηγούμενη σκέψη

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.