σκεπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκεπτικός | η | σκεπτική | το | σκεπτικό |
| γενική | του | σκεπτικού | της | σκεπτικής | του | σκεπτικού |
| αιτιατική | τον | σκεπτικό | τη | σκεπτική | το | σκεπτικό |
| κλητική | σκεπτικέ | σκεπτική | σκεπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκεπτικοί | οι | σκεπτικές | τα | σκεπτικά |
| γενική | των | σκεπτικών | των | σκεπτικών | των | σκεπτικών |
| αιτιατική | τους | σκεπτικούς | τις | σκεπτικές | τα | σκεπτικά |
| κλητική | σκεπτικοί | σκεπτικές | σκεπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκεπτικός < ελληνιστική κοινή σκεπτικός < αρχαία ελληνική σκέπτομαι < πρωτοελληνική *sképťomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skep-ye- < *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ)
Επίθετο
σκεπτικός, -ή, -ό
- (λόγιο) που σκέφτεται, που προβληματίζεται
- Μου φαίνεσαι σκεπτικός. Τι σε προβληματίζει;
- ≈ συνώνυμα: στοχαστικός
- (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον σκεπτικισμό, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) σκεπτικός: οπαδός του σκεπτικισμού
- (ουσιαστικοποιημένο) σκεπτικό: η διαδικασία σκέψης που οδηγεί στη λήψη μιας απόφασης, ό,τι την αιτιολογεί
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.