κόβει το μυαλό
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κόβει το μυαλό < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
- κόβει η γκλάβα κάποιου /σε κάποιον
- κόβει η κούτρα κάποιου /σε κάποιον
- κόβει σε κάποιον
- κόβει το κεφάλι κάποιου
- μου κόβει
- παίρνει στροφές το μυαλό μου
- τα πιάνω με τη μία
- το μυαλό μου πάει με χίλια
Αντώνυμα
- είμαι βλάκας με περικεφαλαία
- έχω άι κιου ραδικιού
- το έχω ακατοίκητο
Μεταφράσεις
κόβει το μυαλό
|
|
Πηγές
- κόβει το μυαλό - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.