απερισκεψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απερισκεψία | οι | απερισκεψίες |
| γενική | της | απερισκεψίας | των | απερισκεψιών |
| αιτιατική | την | απερισκεψία | τις | απερισκεψίες |
| κλητική | απερισκεψία | απερισκεψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απερισκεψία < απερίσκεπ(τος) + -σία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pe.ɾi.skeˈpsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πε‐ρι‐σκε‐ψί‐α
Ουσιαστικό
απερισκεψία θηλυκό
- η ιδιότητα του απερίσκεπτου, το να ενεργείς χωρίς να έχεις προηγουμένως σκεφτεί τις συνέπειες της ενέργειάς σου
- μια απερίσκεπτη πράξη
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
απερισκεψία
Αναφορές
- απερισκεψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.