διερωτώμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διερωτώμαι < αρχαία ελληνική διερωτάω / διερωτῶ

Ρήμα

διερωτώμαι

  • θέτω μια ερώτηση στον εαυτό μου, την οποία δυσκολεύομαι ν' απαντήσω

Συνώνυμα

αναρωτιέμαι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.