νοητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοητικός η νοητική το νοητικό
      γενική του νοητικού της νοητικής του νοητικού
    αιτιατική τον νοητικό τη νοητική το νοητικό
     κλητική νοητικέ νοητική νοητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοητικοί οι νοητικές τα νοητικά
      γενική των νοητικών των νοητικών των νοητικών
    αιτιατική τους νοητικούς τις νοητικές τα νοητικά
     κλητική νοητικοί νοητικές νοητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοητικός < αρχαία ελληνική νοητικός < νοητός < νοῶ

Επίθετο

νοητικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.