σηκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σηκός | οι | σηκοί |
| γενική | του | σηκού | των | σηκών |
| αιτιατική | τον | σηκό | τους | σηκούς |
| κλητική | σηκέ | σηκοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σηκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σηκός[1]
_at_Selinunte%252C_View_Towards_the_Cella_sel8.jpg.webp)
Η θέση του σηκού σε ναό της Ήρας στον Σελινούντα
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐κός
Ουσιαστικό
σηκός αρσενικό
Αναφορές
- σηκός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | σηκός | οἱ | σηκοί |
| γενική | τοῦ | σηκοῦ | τῶν | σηκῶν |
| δοτική | τῷ | σηκῷ | τοῖς | σηκοῖς |
| αιτιατική | τὸν | σηκόν | τοὺς | σηκούς |
| κλητική ὦ! | σηκέ | σηκοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σηκώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σηκοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σηκός < σάττω[1] ή προελληνική [1]
- δωρικός τύπος : σακός
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- σηκός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σηκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.