cella

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cella < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱelnā < *ḱel- (καλύπτω) + -. Συγγενές με τα (λατινικά) clam και celo

Ουσιαστικό

cella θηλυκό

  1. μικρή οικία (οικίσκος) (ιδίως των υπηρετών)
  2. θάλαμος
  3. αποθήκη τροφίμων (πβ. κελλάρι)
  4. (θρησκεία) σηκός ναού (όπου βρίσκεται το άγαλμα του θεού)

Συγγενικά

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cella cellae
γενική cellae cellārum
δοτική cellae cellīs
αιτιατική cellam cellās
κλητική cella cellae
αφαιρετική cellā cellīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.