ἀντίσηκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀντίσηκος | τὸ ἀντίσηκον | οἱ, αἱ ἀντίσηκοι | τὰ ἀντίσηκα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀντισήκου | τοῦ ἀντισήκου | τῶν ἀντισήκων | τῶν ἀντισήκων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀντισήκῳ | τῷ ἀντισήκῳ | τοῖς, ταῖς ἀντισήκοις | τοῖς ἀντισήκοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀντίσηκον | τὸ ἀντίσηκον | τοὺς, τὰς ἀντισήκους | τὰ ἀντίσηκα |
| Κλητική | ἀντίσηκε | ἀντίσηκον | ἀντίσηκοι | ἀντίσηκα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀντισήκω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀντισήκοιν | |||
Ετυμολογία
- ἀντίσηκος < ἀντί- + αρχαία ελληνική σηκός
Πηγές
- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- ἀντίσηκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.