μαντρί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μαντρί | τα | μαντριά |
| γενική | του | μαντριού | των | μαντριών |
| αιτιατική | το | μαντρί | τα | μαντριά |
| κλητική | μαντρί | μαντριά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μαντρί ουδέτερο (πληθυντικός μαντριά)
- εγκατάσταση για την παραμονή ενός κοπαδιού αιγοπροβάτων και τις τυροκομικές εργασίες
Συνώνυμα
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
