άγαλμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | άγαλμα | τα | αγάλματα |
| γενική | του | αγάλματος | των | αγαλμάτων |
| αιτιατική | το | άγαλμα | τα | αγάλματα |
| κλητική | άγαλμα | αγάλματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Δαβίδ, άγαλμα του Μιχαήλ Αγγέλου
Ετυμολογία
- άγαλμα < αρχαία ελληνική ἄγαλμα < ἀγάλλομαι - ἀγάλλω (δοξάζομαι - δοξάζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.ɣal.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γαλ‐μα
Ουσιαστικό
άγαλμα ουδέτερο
- (γλυπτική) τρισδιάστατο γλυπτό έργο τέχνης, που αναπαριστά συνήθως άνθρωπο ή ζώο
- το άγαλμα του Κολοκοτρώνη
- (μεταφορικά) ακίνητος, παγωμένος, αποσβολωμένος → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα
- έμεινε άγαλμα με τα όσα άκουσε
- υδρόζωο, γένος κοιλεντερωτών σιφωνοφόρων που ζει σε αποικίες
Συγγενικά
Σύνθετα
- αγαλματοποιία
- αγαλματοποιός
- αγαλματογλύφος
- αγαλματοειδής
- αγαλματοκόσμητος
- αγαλματολατρεία
- αγαλματόλιθος
- αγαλματουργία
- αγαλματουργός
Εκφράσεις
-
άγαλμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
άγαλμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.