Ήρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ήρα < αρχαία ελληνική Ἤρα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ɾa/
ομόηχο: ΙΡΑ

Κύριο όνομα

Ήρα θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) θεά του γάμου και προστάτιδα των γυναικών, αδερφή και σύζυγος του Δία
  2. γυναικείο όνομα
  3. (αστρονομία) αστεροειδής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.