σαρκοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σαρκοφάγος | η | σαρκοφάγος & σαρκοφάγα |
το | σαρκοφάγο |
| γενική | του | σαρκοφάγου | της | σαρκοφάγου & σαρκοφάγας |
του | σαρκοφάγου |
| αιτιατική | τον | σαρκοφάγο | τη | σαρκοφάγο & σαρκοφάγα |
το | σαρκοφάγο |
| κλητική | σαρκοφάγε | σαρκοφάγε & σαρκοφάγα |
σαρκοφάγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σαρκοφάγοι | οι | σαρκοφάγοι & σαρκοφάγες |
τα | σαρκοφάγα |
| γενική | των | σαρκοφάγων | των | σαρκοφάγων | των | σαρκοφάγων |
| αιτιατική | τους | σαρκοφάγους | τις | σαρκοφάγους & σαρκοφάγες |
τα | σαρκοφάγα |
| κλητική | σαρκοφάγοι | σαρκοφάγοι & σαρκοφάγες |
σαρκοφάγα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- σαρκοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαρκοφάγος < σάρξ + τρώγω (αόριστος ἔφαγον)-φάγος
Επίθετο
σαρκοφάγος -α / -ος, -ο
- που τρέφεται (αποκλειστικά) με σάρκες, με κρέας
- (ζωολογία) ζώο που ανήκει στην τάξη των Σαρκοφάγων
- οι τίγρεις είναι σαρκοφάγα ζώα
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
σαρκοφάγος
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαρκοφάγος | οι | σαρκοφάγοι |
| γενική | της | σαρκοφάγου | των | σαρκοφάγων |
| αιτιατική | τη | σαρκοφάγο | τις | σαρκοφάγους |
| κλητική | σαρκοφάγε | σαρκοφάγοι | ||
| Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ρωμαϊκή σαρκοφάγος στους Δελφούς
Ετυμολογία 2
σαρκοφάγος< ελληνιστική κοινή σαρκοφάγος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος
Ουσιαστικό
σαρκοφάγος θηλυκό
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) αρχαίο φέρετρο μέσα στο οποίο τοποθετούσαν τους νεκρούς
- ※ Αρχαιολόγοι και υπάλληλοι του υπουργείου Αρχαιοτήτων της Αιγύπτου αποκάλυψαν τα ευρήματα από την τεράστια γρανιτένια σαρκοφάγο, που πριν δύο εβδομάδες βρέθηκε ανέπαφη για 2.000 χρόνια στην περιοχή Σίντι Γκάμπερ της Αλεξάνδρειας. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, η μυστηριώδης σαρκοφάγος θα μπορούσε να περιέχει τη σορό του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή μια θανατηφόρα κατάρα του Φαραώ, που θα σκότωνε όποιον την άνοιγε. (www.efsyn.gr, 20.07.2018)
Μεταφράσεις
σαρκοφάγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.