χορτοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χορτοφάγος | η | χορτοφάγος & χορτοφάγα |
το | χορτοφάγο |
| γενική | του | χορτοφάγου | της | χορτοφάγου & χορτοφάγας |
του | χορτοφάγου |
| αιτιατική | τον | χορτοφάγο | τη | χορτοφάγο & χορτοφάγα |
το | χορτοφάγο |
| κλητική | χορτοφάγε | χορτοφάγε & χορτοφάγα |
χορτοφάγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χορτοφάγοι | οι | χορτοφάγοι & χορτοφάγες |
τα | χορτοφάγα |
| γενική | των | χορτοφάγων | των | χορτοφάγων | των | χορτοφάγων |
| αιτιατική | τους | χορτοφάγους | τις | χορτοφάγους & χορτοφάγες |
τα | χορτοφάγα |
| κλητική | χορτοφάγοι | χορτοφάγοι & χορτοφάγες |
χορτοφάγα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χορτοφάγος < αρχαία ελληνική χορτοφάγος, μορφολογικά αναλύεται χορτο- + -φάγος
Επίθετο
χορτοφάγος, -α/-ος, -ο
- που τρέφεται με φυτικές τροφές, που δεν τρώει οτιδήποτε ζωικό εκτός από μύκητες (μανιτάρια) ή σπανίως μέλι
Ουσιαστικό
χορτοφάγος αρσενικό ή θηλυκό
- που από επιλογή δεν τρώει δεν τρώει οτιδήποτε ζωικό εκτός από μύκητες (μανιτάρια) ή σπανίως μέλι
- (ο αυστηρά χορτοφάγος δεν τρώει ζωικά προϊόντα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- χορτοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.