ἔφαγον
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἔφαγον < από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα, πιθανόν κοινή με την αρχαία ινδική λέξη bhajati (διανέμω)
Ρήμα
ἔφαγον
- σήμαινε ό,τι το σύγχρονο έφαγα αλλά με μια έννοια λαιμαργίας και καταβρόχθισης. Χρησιμοποιήθηκε στα αρχαία ελληνικά ως αόριστος β του ρήματος ἐσθίω (τρώω), όμως παρουσιάστηκε αυτόνομα στη γλώσσα, από διαφορετική και ισχυρή ρίζα, που προσέδιδε την έννοια του κομματιάζω, τέμνω, μοιράζω (π.χ. τροφή) και τελικά η ρίζα -φαγ- επεκτάθηκε σε όσα σχετίζονταν με το φαγητό
Συγγενικά
στην αρχαία ελληνική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.