σαρκοφαγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρκοφαγία οι σαρκοφαγίες
      γενική της σαρκοφαγίας των σαρκοφαγιών
    αιτιατική τη σαρκοφαγία τις σαρκοφαγίες
     κλητική σαρκοφαγία σαρκοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαρκοφαγία < σάρκ(α) + -ο- + -φαγία

Ουσιαστικό

σαρκοφαγία θηλυκό

  1. η κατανάλωση κρέατος σε μεγάλες ποσότητες (κρεατοφαγία)
  2. το να τρώει κανείς αποκλειστικά κρέας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.