σαρκοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαρκοφαγία | οι | σαρκοφαγίες |
| γενική | της | σαρκοφαγίας | των | σαρκοφαγιών |
| αιτιατική | τη | σαρκοφαγία | τις | σαρκοφαγίες |
| κλητική | σαρκοφαγία | σαρκοφαγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σαρκοφαγία θηλυκό
- η κατανάλωση κρέατος σε μεγάλες ποσότητες (κρεατοφαγία)
- το να τρώει κανείς αποκλειστικά κρέας
Μεταφράσεις
σαρκοφαγία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.