παμφάγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παμφάγος | η | παμφάγος & παμφάγα |
το | παμφάγο |
| γενική | του | παμφάγου | της | παμφάγου & παμφάγας |
του | παμφάγου |
| αιτιατική | τον | παμφάγο | την | παμφάγο & παμφάγα |
το | παμφάγο |
| κλητική | παμφάγε | παμφάγε & παμφάγα |
παμφάγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παμφάγοι | οι | παμφάγοι & παμφάγες |
τα | παμφάγα |
| γενική | των | παμφάγων | των | παμφάγων | των | παμφάγων |
| αιτιατική | τους | παμφάγους | τις | παμφάγους & παμφάγες |
τα | παμφάγα |
| κλητική | παμφάγοι | παμφάγοι & παμφάγες |
παμφάγα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παμφάγος, -α/-ος, -ο
- που τρώει και κρέας και φυτικές τροφές, που είναι ταυτοχρόνως και σαρκοφάγος και φυτοφάγος
- η αρκούδα και το ρακούν είναι ζώο παμφάγο
- που τρώει μεγάλες ποσότητες από οποιαδήποτε τροφή
- (μεταφορικά) που καταστρέφει τα πάντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.