σαρκοφάγου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σαρκοφάγου
- κλητική ενικού του σαρκοφάγος (αρσενικό)
- (λόγιο) γενική ενικού, θηλυκού γένους του σαρκοφάγος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του σαρκοφάγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.