φέρετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φέρετρο τα φέρετρα
      γενική του φέρετρου
& φερέτρου
των φέρετρων
& φερέτρων
    αιτιατική το φέρετρο τα φέρετρα
     κλητική φέρετρο φέρετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φέρετρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φέρετρον[1][2] < αρχαία ελληνική φέρτρον < φέρω
Δύο μαύρα φέρετρα.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfe.ɾe.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φέρετρο
παρώνυμο: θέρετρο

Ουσιαστικό

φέρετρο ουδέτερο

  1. ξύλινη συνήθως κάσα (κιβώτιο) μέσα στην οποία τοποθετείται ο νεκρός, για να ταφεί
      1943 - Ο Άγγελος Σικελιανός απαγγέλλει το ποίημα του «Ηχήστε οι σάλπιγγες» στην κηδεία του Παλαμά
    Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές,
    δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
    Βογκήστε τύμπανα πολέμου... Οι φοβερές
    σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
    Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
  2. (μεταφορικά, για μεταφορικό μέσο) πολύ επικίνδυνο, που μπορεί να επιφέρει το θάνατο στους επιβαίνοντες

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη φέρω

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φέρετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 9602310367. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.