σάρξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σᾰρκ- όπως σάρκες
ονομαστική σάρξ αἱ σάρκες
      γενική τῆς σαρκός τῶν σαρκῶν
      δοτική τῇ σαρκῐ́ ταῖς σαρξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν σάρκ τὰς σάρκᾰς
     κλητική ! σάρξ σάρκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάρκε
γεν-δοτ τοῖν  σαρκοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάρξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tu̯erk̂
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: σάρκα νέα ελληνικά: σάρκα

Ουσιαστικό

σάρξ, σαρκός θηλυκό

  1. (ανθρώπινο σώμα) η σάρκα
  2. το σύνολο των μυώνων του σώματος
  3. το εσωτερικό μαλακό μέρος των καρπών

  • αιολικός τύπος: σύρξ

Παράγωγα

Σύνθετα

Εκφράσεις

  • σάρκα καί ὀστᾶ: που λέγεται σε υλοποιήσεις σχεδίων, έργων κλπ.
  • (νέα ελληνική) σαρξ εκ της σαρκός μου: που λέγεται για τα φυσικά ή πνευματικά τέκνα
  • τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής: που λέγεται σε φυσική αδυναμία εκτέλεσης
  • καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν (Προς Εφεσίους επιστολή 5:31) που λέγεται στο θρησκευτικό μυστήριο του γάμου, ή σε τέλεση γάμου και μεταφορικά, με σκωπτικό χαρακτήρα, σε περίεργες συνενώσεις, ή συνεργασίες φορέων, οργανώσεων κ.λπ.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.