σαβούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σαβούρα | οι | σαβούρες |
| γενική | της | σαβούρας | — | |
| αιτιατική | τη | σαβούρα | τις | σαβούρες |
| κλητική | σαβούρα | σαβούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σαβούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαβούρα[1] ή από την ελληνιστική κοινή σε κείμενο του 2ου αιώνα, του Αίλιου Διονύσιου [2] < λατινική saburra < sabulum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sámh₂dʰos < *sem- (εκχέω, χύνω)
- → δείτε τις λέξεις τo τουρκικό και safra, δάνειο μέσω της οθωμανικής από το μεσαιωνικό σαβούρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈvu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐βού‐ρα
Ουσιαστικό
σαβούρα θηλυκό
- το σύνολο των βαρών που τοποθετούνται στα πλοία (ή υποβρύχια) και αερόστατα, προκειμένου ν’ αυξηθεί η ευστάθειά τους
- (μεταφορικά) κάθε άχρηστο πνευματικό ή υλικό προϊόν
- ↪ Το σαββατοκύριακο πέταξα όλη τη σαβούρα από την αποθήκη και κράτησα μόνο τα έπιπλα.
- ↪ Προτιμώ να πάω εγώ για ψώνια γιατί αυτός μόνο σαβούρες πάει και φέρνει.
- (μεταφορικά, υβριστικό) για άσχημη γυναίκα ή κοπέλα
- (μεταφορικά, υβριστικό) για γυναίκα κακής πάστας
- ↪ Σε είδανε πάλι στην πλατεία με εκείνη τη σαβούρα
- (μεταφορικά) τροφή κακής ποιότητας
Εκφράσεις
Συγγενικά
- ασαβούρωτα
- ασαβούρωτος
- ξεσαβουριάζω, ξεσαβουριάζομαι
- ξεσαβούρωμα
- ξεσαβουρώνω
- ξεσαβούρωτος
- σαβουράδικο
- σαβουριάζω
- σάβουρος
- σαβούρωμα
- σαβουρωμένος
- σαβουρώνω, σαβουρώνομαι
Σύνθετα
- σαβουρογάμης
- σαβουρόκοφα
- σαβουρομηχανή
-
σαβούρα στη Βικιπαίδεια

διαφορετικής ετυμολογίας:
- έρμα, ανερμάτιστος
- πατσαβούρα, πατσαβουριάζω
- σαβουρντίζω, σαβουρντάω, σαβούρντισμα
Μεταφράσεις
σαβούρα σε πλοία
|
Αναφορές
- σαβούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Το λήμμα, με εκτενές σχόλιο για τη διαφορά θετικής-αρνητικής σημασίας για τις συνώνυμες λέξεις έρμα και σαβούρα και τα παράγωγά τους. Στο σχόλιο αναφέρονται πολλοί τύποι της ελληνιστικής και μεσαιωνικής περιόδου.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- σάβουρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.