πατσαβούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατσαβούρα οι πατσαβούρες
      γενική της πατσαβούρας
    αιτιατική την πατσαβούρα τις πατσαβούρες
     κλητική πατσαβούρα πατσαβούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πατσαβούρα < βενετική spazzadura (ιταλικά spazzatura) < spazzare < λατινική spatiari, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος spatior < spatium < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (τεντώνω, τραβώ)

Ουσιαστικό

πατσαβούρα θηλυκό

  1. τεμάχιο υφάσματος για καθαρισμό σκευών ή επίπλων
  2. (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε βρόμικο, παλιό ή άχρηστο ύφασμα (ή άλλο υλικό)
  3. (μεταφορικά, μειωτικό, υβριστικό) κοπέλα χαζή ή ανήθικη
  4. (μεταφορικά) εφημερίδα κίτρινου τύπου
     συνώνυμα: παλιοφυλλάδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.