κοπέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπέλα οι κοπέλες
      γενική της κοπέλας
    αιτιατική την κοπέλα τις κοπέλες
     κλητική κοπέλα κοπέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοπέλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπέλα < κοπέλ(ι) (υπηρέτης, προγονός) ή κόπελ(ος)   + μεγεθυντικό επίθημα < άγνωστης ετυμολογίας [1] Για εκδοχές ετυμολόγησης[2] δείτε το κοπέλι και το μεσαιωνικό κοπέλα

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈpe.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοπέλα

Ουσιαστικό

κοπέλα ή κοπέλλα θηλυκό

  1. έφηβη ή νεαρή γυναίκα
    Μεγάλωσε το κοριτσάκι μου, κι έγινε ολόκληρη κοπέλα!
     δείτε τη λέξη παλικάρι (αρσενικό)
  2. (επιτιμητικά)
    Άντε κοπέλα μου! προχώρει να περάσουμε κι εμείς!
  3. η φιλενάδα, ερωτική σύντροφος
    Θα 'ρθω στην εκδρομή με την κοπέλα μου· μόνος δεν έρχομαι.
     συνώνυμα: γκόμενα, κορίτσι
     αντώνυμα: γκόμενος, αγόρι
  4. νεαρή οικιακή βοηθός ή νεαρή υπάλληλος χαμηλής ιεραρχικά βαθμίδας
    Πες στην κοπέλα να μου φτιάξει ένα καφεδάκι.
    με εξυπηρέτησε η κοπέλα στο γκισέ

Συγγενικά


Σύνθετα

  • αντροκοπέλα
  • γεροντοκοπέλα
  • μεγαλοκοπέλα
  • ομορφοκοπέλα
  • παλιοκοπέλα
  • πλουσιοκοπέλα
  • φτωχοκοπέλα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κοπέλα, κοπέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κοπέλα < κοπέλ(ι) (υπηρέτης, προγονός) ή κόπελ(ος)   + μεγεθυντικό επίθημα < άγνωστης ετυμολογίας. Εκδοχές ετυμολόγησης,[1]: αρχική σημασία: υπηρέτρια ή παρακόρη σε ταβέρνα, με βάση την ιταλική coppella (μικρή κούπα, κυπελλάκι), υποκοριστικό του cupa. Δείτε και το κοπέλι.

Ουσιαστικό

κοπέλα θηλυκό

  1. νεαρή κοπέλα
     συνώνυμα: κοπελούδα, κοπελούλα
  2. υπηρέτρια
  3. ερωμένη, αγαπητικιά

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • κοπελάκι (ουδέτερο, νεαρός)
  • κοπελάτα (ουδέτερο πληθυντικός)
  • κοπέλι, κοπέλιν,κοπέλιον, κοπέλλι
  • κοπελιά
  • κοπελιάρης (νέος άντρας)
  • κοπελίστικος (παιδικός)
  • κοπελίτσα (υποκοριστικό)
  • κοπελοαναθρεμμένος
  • κοπελομοσχάρα, κοπελομουσκάρα
  • κοπελόπουλο, κοπελόπλο
  • κοπελορίκτουσα
  • κόπελος, κόπελλος
  • κοπελούδα
  • κοπελούλα

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.