έρμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έρμα τα έρματα
      γενική του έρματος των ερμάτων
    αιτιατική το έρμα τα έρματα
     κλητική έρμα έρματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈeɾ.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έρμα

Ουσιαστικό

έρμα ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, αεροπλοΐα) το βάρος που προστίθεται στο κύτος ενός πλοίου ή σκάφους για να αυξάνεται η ευστάθεια και η ισορροπία, ή στη λέμβο (το «καλάθι») αεροστάτου, για να ρυθμίζεται η ανύψωση· η σαβούρα
  2. (σιδηρόδρομοι) το ανυψωμένο υπόστρωμα χαλικιών μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι στρωτήρες
  3. (μεταφορικά) οι (ηθικές) αρχές που κατευθύνουν τη συμπεριφορά ή τη δράση κάποιου
      σε οποιαδήποτε περίπτωση αυτό που μας ταλανίζει είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει ηθικό έρμα, εφημερίδα Τα Νέα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

έρμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.