σαβουρώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /sa.vuˈɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐βου‐ρώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
σαβουρώνομαι, π.αόρ.: σαβουρώθηκα, μτχ.π.π.: σαβουρωμένος[1]
- παθητική φωνή του ρήματος σαβουρώνω
Αναφορές
- Η παθητική φωνή, σαβουρώνομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.