ασαβούρωτα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασαβούρωτα < ασαβούρωτος + -α
Μεταφράσεις
ασαβούρωτα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ασαβούρωτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασαβούρωτος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.