ξεσαβουρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kse.sa.vuˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐σα‐βου‐ρώ‐νω
Ρήμα
ξεσαβουρώνω, αόρ.: ξεσαβούρωσα, παθ.φωνή: ξεσαβουρώνομαι, π.αόρ.: ξεσαβουρώθηκα, μτχ.π.π.: ξεσαβουρωμένος[1][2]
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσαβουρώνω | ξεσαβούρωνα | θα ξεσαβουρώνω | να ξεσαβουρώνω | ξεσαβουρώνοντας | |
| β' ενικ. | ξεσαβουρώνεις | ξεσαβούρωνες | θα ξεσαβουρώνεις | να ξεσαβουρώνεις | ξεσαβούρωνε | |
| γ' ενικ. | ξεσαβουρώνει | ξεσαβούρωνε | θα ξεσαβουρώνει | να ξεσαβουρώνει | ||
| α' πληθ. | ξεσαβουρώνουμε | ξεσαβουρώναμε | θα ξεσαβουρώνουμε | να ξεσαβουρώνουμε | ||
| β' πληθ. | ξεσαβουρώνετε | ξεσαβουρώνατε | θα ξεσαβουρώνετε | να ξεσαβουρώνετε | ξεσαβουρώνετε | |
| γ' πληθ. | ξεσαβουρώνουν(ε) | ξεσαβούρωναν ξεσαβουρώναν(ε) |
θα ξεσαβουρώνουν(ε) | να ξεσαβουρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσαβούρωσα | θα ξεσαβουρώσω | να ξεσαβουρώσω | ξεσαβουρώσει | ||
| β' ενικ. | ξεσαβούρωσες | θα ξεσαβουρώσεις | να ξεσαβουρώσεις | ξεσαβούρωσε | ||
| γ' ενικ. | ξεσαβούρωσε | θα ξεσαβουρώσει | να ξεσαβουρώσει | |||
| α' πληθ. | ξεσαβουρώσαμε | θα ξεσαβουρώσουμε | να ξεσαβουρώσουμε | |||
| β' πληθ. | ξεσαβουρώσατε | θα ξεσαβουρώσετε | να ξεσαβουρώσετε | ξεσαβουρώστε | ||
| γ' πληθ. | ξεσαβούρωσαν ξεσαβουρώσαν(ε) |
θα ξεσαβουρώσουν(ε) | να ξεσαβουρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ξεσαβουρώσει | είχα ξεσαβουρώσει | θα έχω ξεσαβουρώσει | να έχω ξεσαβουρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ξεσαβουρώσει | είχες ξεσαβουρώσει | θα έχεις ξεσαβουρώσει | να έχεις ξεσαβουρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσαβουρώσει | είχε ξεσαβουρώσει | θα έχει ξεσαβουρώσει | να έχει ξεσαβουρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσαβουρώσει | είχαμε ξεσαβουρώσει | θα έχουμε ξεσαβουρώσει | να έχουμε ξεσαβουρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσαβουρώσει | είχατε ξεσαβουρώσει | θα έχετε ξεσαβουρώσει | να έχετε ξεσαβουρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσαβουρώσει | είχαν ξεσαβουρώσει | θα έχουν ξεσαβουρώσει | να έχουν ξεσαβουρώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ξεσαβουρώνομαι | ξεσαβουρωνόμουν(α) | θα ξεσαβουρώνομαι | να ξεσαβουρώνομαι | ||
| β' ενικ. | ξεσαβουρώνεσαι | ξεσαβουρωνόσουν(α) | θα ξεσαβουρώνεσαι | να ξεσαβουρώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | ξεσαβουρώνεται | ξεσαβουρωνόταν(ε) | θα ξεσαβουρώνεται | να ξεσαβουρώνεται | ||
| α' πληθ. | ξεσαβουρωνόμαστε | ξεσαβουρωνόμαστε ξεσαβουρωνόμασταν |
θα ξεσαβουρωνόμαστε | να ξεσαβουρωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ξεσαβουρώνεστε | ξεσαβουρωνόσαστε ξεσαβουρωνόσασταν |
θα ξεσαβουρώνεστε | να ξεσαβουρώνεστε | (ξεσαβουρώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ξεσαβουρώνονται | ξεσαβουρώνονταν ξεσαβουρωνόντουσαν |
θα ξεσαβουρώνονται | να ξεσαβουρώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ξεσαβουρώθηκα | θα ξεσαβουρωθώ | να ξεσαβουρωθώ | ξεσαβουρωθεί | ||
| β' ενικ. | ξεσαβουρώθηκες | θα ξεσαβουρωθείς | να ξεσαβουρωθείς | ξεσαβουρώσου | ||
| γ' ενικ. | ξεσαβουρώθηκε | θα ξεσαβουρωθεί | να ξεσαβουρωθεί | |||
| α' πληθ. | ξεσαβουρωθήκαμε | θα ξεσαβουρωθούμε | να ξεσαβουρωθούμε | |||
| β' πληθ. | ξεσαβουρωθήκατε | θα ξεσαβουρωθείτε | να ξεσαβουρωθείτε | ξεσαβουρωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ξεσαβουρώθηκαν ξεσαβουρωθήκαν(ε) |
θα ξεσαβουρωθούν(ε) | να ξεσαβουρωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ξεσαβουρωθεί | είχα ξεσαβουρωθεί | θα έχω ξεσαβουρωθεί | να έχω ξεσαβουρωθεί | ξεσαβουρωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ξεσαβουρωθεί | είχες ξεσαβουρωθεί | θα έχεις ξεσαβουρωθεί | να έχεις ξεσαβουρωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ξεσαβουρωθεί | είχε ξεσαβουρωθεί | θα έχει ξεσαβουρωθεί | να έχει ξεσαβουρωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ξεσαβουρωθεί | είχαμε ξεσαβουρωθεί | θα έχουμε ξεσαβουρωθεί | να έχουμε ξεσαβουρωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ξεσαβουρωθεί | είχατε ξεσαβουρωθεί | θα έχετε ξεσαβουρωθεί | να έχετε ξεσαβουρωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ξεσαβουρωθεί | είχαν ξεσαβουρωθεί | θα έχουν ξεσαβουρωθεί | να έχουν ξεσαβουρωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ξεσαβουρωμένος - είμαστε, είστε, είναι ξεσαβουρωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ξεσαβουρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ξεσαβουρωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ξεσαβουρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ξεσαβουρωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ξεσαβουρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ξεσαβουρωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ξεσαβουρώνω
|
|
Αναφορές
- Η παθητική φωνή, ξεσαβουρώνομαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- Η παθητική μετοχή, στο «ξεσαβουρώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.