ανερμάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανερμάτιστος | η | ανερμάτιστη | το | ανερμάτιστο |
| γενική | του | ανερμάτιστου | της | ανερμάτιστης | του | ανερμάτιστου |
| αιτιατική | τον | ανερμάτιστο | την | ανερμάτιστη | το | ανερμάτιστο |
| κλητική | ανερμάτιστε | ανερμάτιστη | ανερμάτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανερμάτιστοι | οι | ανερμάτιστες | τα | ανερμάτιστα |
| γενική | των | ανερμάτιστων | των | ανερμάτιστων | των | ανερμάτιστων |
| αιτιατική | τους | ανερμάτιστους | τις | ανερμάτιστες | τα | ανερμάτιστα |
| κλητική | ανερμάτιστοι | ανερμάτιστες | ανερμάτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανερμάτιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνερμάτιστος[1]
Επίθετο
ανερμάτιστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν έχει έρμα / σαβούρα
- (μεταφορικά, για χαρακτήρες) που μεταβάλλεται εύκολα, είτε λόγω έλλειψης γνώσεων, είτε λόγω χαρακτήρα
- (μεταφορικά, ειδικότερα για επιστήμονες) που η κατάρτισή τους στο αντικείμενό τους είναι ελλιπής
Συγγενικά
- ανερμάτιστα
- → δείτε τη λέξη έρμα
Μεταφράσεις
μεταφορικά
|
Αναφορές
- ανερμάτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.