τρώω σαβούρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρώω σαβούρα  δείτε τις λέξεις τρώω και σαβούρα κατά τη σημασία του σαβουρντίζω / σαβουρντάω, με παρόμοια προφορά αλλά διαφορετικού ετύμου

Έκφραση

τρώω σαβούρα

  • (αργκό, νεολογισμός) γλιστράω και πέφτω κάτω
      Kαι η αναφορά στις ενέργειες αυτές με απλές εκφράσεις παράγει εικόνες, που μας βοηθούν να μεταδώσουμε στον ακροατή άπειρες αφηρημένες σημασίες απλών ή και πολυσύνθετων ενεργειών: Δε μάσησε= δεν πείσθηκε. [...] Tα πήρε στο κρανίο= εκνευρίστηκε υπερβολικά. Έφαγε σαβούρα= έπεσε κάτω κ.λπ., κ.λπ.
    Παπαζαχαρίου Ζάχος, στήλη «O Kαλεσμένος του Mήνα», 2 Τροχοί, Τέυχος 352, Ιανουάριος 2000
      Τέλος στο πιο “Jackass” ζευγάρι του πρώτου γύρου, ο κύριος που έφαγε τη σαβούρα με το μηχανάκι ήρθε αντιμέτωπος με ένα πιο σύγχρονο classic, τον ρεπόρτερ που δε σταματούσε να τον κυνηγά ένα γουρούνι.
    Δημητρόπουλος Θοδωρής, March Madness: Πώς παίρνουμε το 100;, ONEMAN, 13 Μαρτίου 2020

Συγγενικά

  • σαβουριάζομαι
  •  δείτε τη λέξη σαβούρα

διαφορετικής ετυμολογίας:

  • σαβουρντάω
  • σαβουρντίζω
  • σαβούρντισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.