σίγουρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σίγουρος | η | σίγουρη | το | σίγουρο |
| γενική | του | σίγουρου | της | σίγουρης | του | σίγουρου |
| αιτιατική | τον | σίγουρο | τη | σίγουρη | το | σίγουρο |
| κλητική | σίγουρε | σίγουρη | σίγουρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σίγουροι | οι | σίγουρες | τα | σίγουρα |
| γενική | των | σίγουρων | των | σίγουρων | των | σίγουρων |
| αιτιατική | τους | σίγουρους | τις | σίγουρες | τα | σίγουρα |
| κλητική | σίγουροι | σίγουρες | σίγουρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
σίγουρος, -η, -ο
- που προκαλεί το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης, που απομακρύνει το αίσθημα της αβεβαιότητας και της ανησυχίας
- σίγουρο αυτοκίκητο / κόλπο / λιμάνι / καταφύγιο
- (για πρόσωπο) που νιώθει ασφάλεια ή / και βεβαιότητα για κάτι
- είσαι σίγουρος ότι έτσι πρέπει να γίνει;
- που θεωρείται αναμφισβήτητος, βέβαιος κι εξασφαλισμένος
- η επιτυχία του είναι σίγουρη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.