σίγουρα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σίγουρα < σίγουρος

Επίρρημα

σίγουρα

  1. με σιγουριά, με βεβαιότητα
    ο υποψήφιος αυτός θα είναι σίγουρα ο νικητής
  2. βέβαια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.