σιγουράντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιγουράντζα οι σιγουράντζες
      γενική της σιγουράντζας
    αιτιατική τη σιγουράντζα τις σιγουράντζες
     κλητική σιγουράντζα σιγουράντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιγουράντζα < (άμεσο δάνειο) βενετική seguranza < seguro [1] < λατινική securus < se- + cura < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω, φροντίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ɣuˈɾan.d͡za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σιγουράντζα

Ουσιαστικό

σιγουράντζα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.