σιγουράντζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιγουράντζα | οι | σιγουράντζες |
| γενική | της | σιγουράντζας | — | |
| αιτιατική | τη | σιγουράντζα | τις | σιγουράντζες |
| κλητική | σιγουράντζα | σιγουράντζες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ɣuˈɾan.d͡za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐γου‐ράν‐τζα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σίγουρος
Μεταφράσεις
σιγουράντζα
|
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.