σιγουρεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ɣuˈɾe.vo/
Ρήμα
σιγουρεύω, πρτ.: σιγούρευα, στ.μέλλ.: θα σιγουρέψω, αόρ.: σιγούρεψα, παθ.φωνή: σιγουρεύομαι, μτχ.π.π.: σιγουρεμένος
- βάζω κάτι σε ασφαλές μέρος
- επιβεβαιώνω ή εξασφαλίζω κάτι, προσπαθώντας να προλάβω κάποια πιθανή αρνητική τροπή (βλέπε και σιγουρεύομαι)
- την έκλεισα φεύγοντας την εξώπορτα, αλλά για να το σιγουρέψω, θα γυρίσω πίσω να ξανακοιτάξω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σίγουρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.