ασιγούρευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασιγούρευτος | η | ασιγούρευτη | το | ασιγούρευτο |
| γενική | του | ασιγούρευτου | της | ασιγούρευτης | του | ασιγούρευτου |
| αιτιατική | τον | ασιγούρευτο | την | ασιγούρευτη | το | ασιγούρευτο |
| κλητική | ασιγούρευτε | ασιγούρευτη | ασιγούρευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασιγούρευτοι | οι | ασιγούρευτες | τα | ασιγούρευτα |
| γενική | των | ασιγούρευτων | των | ασιγούρευτων | των | ασιγούρευτων |
| αιτιατική | τους | ασιγούρευτους | τις | ασιγούρευτες | τα | ασιγούρευτα |
| κλητική | ασιγούρευτοι | ασιγούρευτες | ασιγούρευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασιγούρευτος < α- + σιγουρευτ- (σιγουρεύω) + -τος < σίγουρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.siˈɣu.ɾe.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σι‐γού‐ρευ‐τος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.