cura

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cura < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷeis- (προσέχω, φροντίζω)

Ουσιαστικό

cura (la) θηλυκό

  1. φροντίδα
  2. επιμέλεια
  3. έγνοια
  4. θεραπεία
  5. διοίκηση, επιστασία
  6. μελέτη, σύγγραμμα
  7. (μεταφορικά) ερωμένη

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cura curae
γενική curae curārum
δοτική curae curīs
αιτιατική curam curās
κλητική cura curae
αφαιρετική curā curīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.