εξασφαλισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξασφαλισμένος η εξασφαλισμένη το εξασφαλισμένο
      γενική του εξασφαλισμένου της εξασφαλισμένης του εξασφαλισμένου
    αιτιατική τον εξασφαλισμένο την εξασφαλισμένη το εξασφαλισμένο
     κλητική εξασφαλισμένε εξασφαλισμένη εξασφαλισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξασφαλισμένοι οι εξασφαλισμένες τα εξασφαλισμένα
      γενική των εξασφαλισμένων των εξασφαλισμένων των εξασφαλισμένων
    αιτιατική τους εξασφαλισμένους τις εξασφαλισμένες τα εξασφαλισμένα
     κλητική εξασφαλισμένοι εξασφαλισμένες εξασφαλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξασφαλισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εξασφαλίζω

Μετοχή

εξασφαλισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.