σιγούρεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιγούρεμα τα σιγουρέματα
      γενική του σιγουρέματος των σιγουρεμάτων
    αιτιατική το σιγούρεμα τα σιγουρέματα
     κλητική σιγούρεμα σιγουρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιγούρεμα < σιγουρεύω + -μα

Ουσιαστικό

σιγούρεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.