tower

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

  1. tower < μέση αγγλική tor < αγγλοσαξονική torr < λατινική turris < αρχαία ελληνική τύρρις (πύργος)
  2. tower < tow (ρυμουλκώ) + -er

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtaʊə(ɻ)/ (1)
ΔΦΑ : /ˈtoʊə(ɻ)/ (2)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
tower towers

tower (en)

  1. (αρχιτεκτονική) ο πύργος
  2. αυτός που ρυμουλκεί

Πολυλεκτικοί όροι

Ρήμα

ενεστώτας tower
γ΄ ενικό ενεστώτα towers
αόριστος towered
παθητική μετοχή towered
ενεργητική μετοχή towering

tower (en)

  1. δεσπόζω, υψώνομαι
    The skyscraper towers over the city.
    Ο ουρανοξύστης υψώνεται πάνω από τη πόλη.

Συγγενικά

  • towering
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.