ροκέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροκέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική roquer

Ουσιαστικό

ροκέ ουδέτερο άκλιτο

  • (σκάκι) σύνθετη κίνηση στο σκάκι κατά την οποία ο βασιλιάς κινείται δύο τετράγωνα προς την κατεύθυνση του πύργου και ο πύργος μετακινείται δίπλα στο βασιλιά περνώντας από πάνω του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.