φάλαγγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάλαγγα οι φάλαγγες
      γενική της φάλαγγας των φαλαγγών
    αιτιατική τη φάλαγγα τις φάλαγγες
     κλητική φάλαγγα φάλαγγες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάλαγγα < αρχαία ελληνική φάλαγξ

Ουσιαστικό

φάλαγγα θηλυκό

  1. παράταξη σώματος οπλιτών του στρατού ή παραστρατιωτικός σχηματισμός
    η μακεδονική φάλαγγα των αρχαίων Μακεδόνων, η λοξή φάλαγγα των Θηβαίων
    η πέμπτη φάλαγγα των φασιστών της Μαδρίτης και μεταφορικά ο σύμμαχος του εχθρού που έχει διεισδύσει στο εσωτερικό
  2. ένα από τα τρία επιμήκη οστά των δακτύλων -ένα από τα δύο στον αντίχειρα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού
    ονυχοφόροι φάλαγγες είναι άκρες φάλαγγες
  3. ο οριζόντιος μοχλός της ζυγαριάς από τον οποιο εξαρτώνται οι πλάστιγγες, η τρυτάνη του ζυγού

Ουσιαστικό

φάλαγγα θηλυκό και φάλαγγας αρσενικό

  • βασανιστήριο στο οποίο οι βασανιστές ακινητοποιούν τα πόδια του κρατουμένου και τον χτυπούν στα πέλματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.