φάλαγγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φάλαγγα | οι | φάλαγγες |
| γενική | της | φάλαγγας | των | φαλαγγών |
| αιτιατική | τη | φάλαγγα | τις | φάλαγγες |
| κλητική | φάλαγγα | φάλαγγες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φάλαγγα < αρχαία ελληνική φάλαγξ
Ουσιαστικό
φάλαγγα θηλυκό
- παράταξη σώματος οπλιτών του στρατού ή παραστρατιωτικός σχηματισμός
- η μακεδονική φάλαγγα των αρχαίων Μακεδόνων, η λοξή φάλαγγα των Θηβαίων
- η πέμπτη φάλαγγα των φασιστών της Μαδρίτης και μεταφορικά ο σύμμαχος του εχθρού που έχει διεισδύσει στο εσωτερικό
- ένα από τα τρία επιμήκη οστά των δακτύλων -ένα από τα δύο στον αντίχειρα και στο μεγάλο δάχτυλο του ποδιού
- ονυχοφόροι φάλαγγες είναι άκρες φάλαγγες
- ο οριζόντιος μοχλός της ζυγαριάς από τον οποιο εξαρτώνται οι πλάστιγγες, η τρυτάνη του ζυγού
Ουσιαστικό
φάλαγγα θηλυκό και φάλαγγας αρσενικό
- βασανιστήριο στο οποίο οι βασανιστές ακινητοποιούν τα πόδια του κρατουμένου και τον χτυπούν στα πέλματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.