αποθέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αποθέτης | οι | αποθέτες |
| γενική | του | αποθέτη | των | αποθετών |
| αιτιατική | τον | αποθέτη | τους | αποθέτες |
| κλητική | αποθέτη | αποθέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποθέτης < αρχαία ελληνική ἀπόθεται
- αποθέτης < αποθέτω + -της
Ουσιαστικό
αποθέτης αρσενικό
- (ιστορία) βραχώδης τόπος στο όρος Ταΰγετος, όπου οι αρχαίοι Σπαρτιάτες έριχναν τα ανάπηρα βρέφη
- (αρχαιολογία) χώρος όπου οι αρχαίοι απέθεταν ή αποθήκευαν αντικείμενα που θεωρούνταν ιερά ή είχαν κάποιου είδους αξία αλλά πλέον δεν χρησιμοποιούνταν
- ※ Άρα δεν έμενε τίποτε άλλο παρά να τα εγκαταλείψω και να τ' αφήσω ριγμένα εις τους αποθέτας της αφανείας και της λήθης. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
Μεταφράσεις
αποθέτης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.