προσεγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσεγγίζω < ελληνιστική κοινή προσεγγίζω < πρός + αρχαία ελληνική ἐγγίζω < ἐγγύς (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rapprocher & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική approach)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.seŋˈɟi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σεγ‐γί‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐εγ‐γί‐ζω
Ρήμα
προσεγγίζω (παθητική φωνή: προσεγγίζομαι)
Συγγενικά
- απροσέγγιστος
- δυσπροσέγγιστος
- ευπροσέγγιστος
- προσέγγιση
- προσεγγίσιμος
- προσεγγισμένος
- προσεγγιστικά
- προσεγγιστικός
- → δείτε τις λέξεις προς, εγγίζω και εγγύς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσεγγίζω | προσέγγιζα | θα προσεγγίζω | να προσεγγίζω | προσεγγίζοντας | |
| β' ενικ. | προσεγγίζεις | προσέγγιζες | θα προσεγγίζεις | να προσεγγίζεις | προσέγγιζε | |
| γ' ενικ. | προσεγγίζει | προσέγγιζε | θα προσεγγίζει | να προσεγγίζει | ||
| α' πληθ. | προσεγγίζουμε | προσεγγίζαμε | θα προσεγγίζουμε | να προσεγγίζουμε | ||
| β' πληθ. | προσεγγίζετε | προσεγγίζατε | θα προσεγγίζετε | να προσεγγίζετε | προσεγγίζετε | |
| γ' πληθ. | προσεγγίζουν(ε) | προσέγγιζαν προσεγγίζαν(ε) |
θα προσεγγίζουν(ε) | να προσεγγίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσέγγισα | θα προσεγγίσω | να προσεγγίσω | προσεγγίσει | ||
| β' ενικ. | προσέγγισες | θα προσεγγίσεις | να προσεγγίσεις | προσέγγισε | ||
| γ' ενικ. | προσέγγισε | θα προσεγγίσει | να προσεγγίσει | |||
| α' πληθ. | προσεγγίσαμε | θα προσεγγίσουμε | να προσεγγίσουμε | |||
| β' πληθ. | προσεγγίσατε | θα προσεγγίσετε | να προσεγγίσετε | προσεγγίστε | ||
| γ' πληθ. | προσέγγισαν προσεγγίσαν(ε) |
θα προσεγγίσουν(ε) | να προσεγγίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσεγγίσει | είχα προσεγγίσει | θα έχω προσεγγίσει | να έχω προσεγγίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσεγγίσει | είχες προσεγγίσει | θα έχεις προσεγγίσει | να έχεις προσεγγίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσεγγίσει | είχε προσεγγίσει | θα έχει προσεγγίσει | να έχει προσεγγίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσεγγίσει | είχαμε προσεγγίσει | θα έχουμε προσεγγίσει | να έχουμε προσεγγίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσεγγίσει | είχατε προσεγγίσει | θα έχετε προσεγγίσει | να έχετε προσεγγίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσεγγίσει | είχαν προσεγγίσει | θα έχουν προσεγγίσει | να έχουν προσεγγίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.