ή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi/

Σύνδεσμος

ή

  1. (διαχωριστικός-διαζευκτικός σύνδεσμος) συνδέει κατά παράταξη όμοιους όρους και προτάσεις: χρησιμοποιείται για την παρουσίαση μιας λίστας εναλλακτικών πιθανοτήτων
    θα πάμε το βράδυ στο θέατρο ή στον κινηματογράφο
    υπάρχουν χιλιάδες ποικιλίες μήλων, σε κόκκινο, πράσινο ή κίτρινο χρώμα
  2. ή...ή: είτε...είτε, παρουσιάζονται δύο επιλογές από τους οποίους να διαλέξουμε, δύο πιθανότητες από τις οποίες μία θα πραγματοποιηθεί, κλπ.
    Ή αλλάζουμε την Ελλάδα ή καταδικάζουμε την Ελλάδα. (Γ. Παπανδρέου, 11 Σεπτεμβρίου 2010)
    Ή αυτοί ή εμείς!

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.