προσεγγιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσεγγιστικός | η | προσεγγιστική | το | προσεγγιστικό |
| γενική | του | προσεγγιστικού | της | προσεγγιστικής | του | προσεγγιστικού |
| αιτιατική | τον | προσεγγιστικό | την | προσεγγιστική | το | προσεγγιστικό |
| κλητική | προσεγγιστικέ | προσεγγιστική | προσεγγιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσεγγιστικοί | οι | προσεγγιστικές | τα | προσεγγιστικά |
| γενική | των | προσεγγιστικών | των | προσεγγιστικών | των | προσεγγιστικών |
| αιτιατική | τους | προσεγγιστικούς | τις | προσεγγιστικές | τα | προσεγγιστικά |
| κλητική | προσεγγιστικοί | προσεγγιστικές | προσεγγιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσεγγιστικός < προσεγγίζω + -τικός {(μεταφραστικό δάνειο) γαλλική approximatif)
Επίθετο
προσεγγιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με προσέγγιση, αναφέρεται σ’ αυτή ή γίνεται κατά προσέγγιση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη προσεγγίζω
Μεταφράσεις
κατά προσέγγιση
γλωσσολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.