προσεγγισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσεγγισμένος | η | προσεγγισμένη | το | προσεγγισμένο |
| γενική | του | προσεγγισμένου | της | προσεγγισμένης | του | προσεγγισμένου |
| αιτιατική | τον | προσεγγισμένο | την | προσεγγισμένη | το | προσεγγισμένο |
| κλητική | προσεγγισμένε | προσεγγισμένη | προσεγγισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσεγγισμένοι | οι | προσεγγισμένες | τα | προσεγγισμένα |
| γενική | των | προσεγγισμένων | των | προσεγγισμένων | των | προσεγγισμένων |
| αιτιατική | τους | προσεγγισμένους | τις | προσεγγισμένες | τα | προσεγγισμένα |
| κλητική | προσεγγισμένοι | προσεγγισμένες | προσεγγισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσεγγισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προσεγγίζω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
προσεγγισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.