μελετώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μελετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελετῶ, συνηρημένος τύπος του μελετάω.[1] Δείτε και το νεοελληνικό μελετάω

Προφορά

ΔΦΑ : /me.leˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μελετώ

Ρήμα

μελετώ/μελετάω, αόρ.: μελέτησα, παθ.φωνή: μελετώμαι, π.αόρ.: μελετήθηκα, μτχ.π.π.: μελετημένος, και παθητικό μελετιέμαι από το μελετάω

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.