προσεγγίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσεγγίζομαι | προσεγγιζόμουν(α) | θα προσεγγίζομαι | να προσεγγίζομαι | ||
| β' ενικ. | προσεγγίζεσαι | προσεγγιζόσουν(α) | θα προσεγγίζεσαι | να προσεγγίζεσαι | (προσεγγίζου) | |
| γ' ενικ. | προσεγγίζεται | προσεγγιζόταν(ε) | θα προσεγγίζεται | να προσεγγίζεται | ||
| α' πληθ. | προσεγγιζόμαστε | προσεγγιζόμαστε προσεγγιζόμασταν |
θα προσεγγιζόμαστε | να προσεγγιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προσεγγίζεστε | προσεγγιζόσαστε προσεγγιζόσασταν |
θα προσεγγίζεστε | να προσεγγίζεστε | (προσεγγίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προσεγγίζονται | προσεγγίζονταν προσεγγιζόντουσαν |
θα προσεγγίζονται | να προσεγγίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσεγγίστηκα | θα προσεγγιστώ | να προσεγγιστώ | προσεγγιστεί | ||
| β' ενικ. | προσεγγίστηκες | θα προσεγγιστείς | να προσεγγιστείς | προσεγγίσου | ||
| γ' ενικ. | προσεγγίστηκε | θα προσεγγιστεί | να προσεγγιστεί | |||
| α' πληθ. | προσεγγιστήκαμε | θα προσεγγιστούμε | να προσεγγιστούμε | |||
| β' πληθ. | προσεγγιστήκατε | θα προσεγγιστείτε | να προσεγγιστείτε | προσεγγιστείτε | ||
| γ' πληθ. | προσεγγίστηκαν προσεγγιστήκαν(ε) |
θα προσεγγιστούν(ε) | να προσεγγιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προσεγγιστεί | είχα προσεγγιστεί | θα έχω προσεγγιστεί | να έχω προσεγγιστεί | προσεγγισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προσεγγιστεί | είχες προσεγγιστεί | θα έχεις προσεγγιστεί | να έχεις προσεγγιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προσεγγιστεί | είχε προσεγγιστεί | θα έχει προσεγγιστεί | να έχει προσεγγιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσεγγιστεί | είχαμε προσεγγιστεί | θα έχουμε προσεγγιστεί | να έχουμε προσεγγιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προσεγγιστεί | είχατε προσεγγιστεί | θα έχετε προσεγγιστεί | να έχετε προσεγγιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσεγγιστεί | είχαν προσεγγιστεί | θα έχουν προσεγγιστεί | να έχουν προσεγγιστεί | ||
Μεταφράσεις
προσεγγίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.