προσεγγιστικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσεγγιστικά < προσεγγιστικός +

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.seŋ.ɟi.stiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσεγγιστικά
παλιότερος συλλαβισμός: προσεγγιστικά
τονικό παρώνυμο: προσεγγίστηκα

Επίρρημα

προσεγγιστικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.